σόκιν

σόκιν
επίθ. άκλ. (λ. αγγλ.)
1. άσεμνος, αισχρός
2. ως ουσ., σόκιν, το ανέκδοτο τολμηρό που προσβάλλει την αιδημοσύνη: Στις συντροφιές λέει διαρκώς σόκιν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σόκιν — το, Ν 1. καθετί που προσβάλλει το κοινό αίσθημα ντροπής 2. αισχρολογία, βωμολοχία 3. άσεμνο ανέκδοτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shocking] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”